Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρομαντζάρω [romandzáro] Ρ6α : κάθομαι και απολαμβάνω ένα ωραίο φυσικό τοπίο ή περιβάλλον, έχοντας διώξει από το νου μου κάθε σκέψη και έγνοια για την καθημερινότητα· κάνω ρομάντζα, ρεμβάζω.
[ρομάντζ(α) -άρω]