Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδοκοκκινίζω [roδokokinízo] Ρ2.1α μππ. ροδοκοκκινισμένος : αποκτώ χρώμα ελαφρώς κόκκινο, ρόδινο· ροδίζω: Ψήνουμε το κρέας σε δυνατή φωτιά για να ροδοκοκκινίσει. || κάνω κτ. να ροδοκοκκινίσει.
[ροδοκόκκιν(ος) -ίζω]