Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροβολώ [rovoló] Ρ10.1α : α.(λαϊκότρ., για έμψ.) κατεβαίνω τρέχοντας την πλαγιά ενός υψώματος· κατρακυλώ, κατηφορίζω: Ροβόλησε κατά τον κάμπο. Tον είδαν να ΄ρχεται ροβολώντας το μονοπάτι. β. (λογοτ., μτφ.): Tα σπιτάκια ροβόλαγαν ως κάτω στ΄ ακρογιάλι.
[ίσως λατ. revolare `επιστρέφω γρήγορα΄ (πρβ. μσν. ροβελεύω, ίδ. ετυμ.) > *ροβολ(εύω) (υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] ) και μεταπλ. -ώ]