Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρισκάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρισκάρω [riskáro] Ρ6α : διακινδυνεύω (κτ.) επιδιώκοντας να πετύχω αβέβαιο όφελος: Aν ήταν μεγάλο το κέρδος, θα (το) ρισκάριζα. Mην (το) ρισκάρεις, γιατί είμαι βέβαιος ότι θα αποτύχεις. Ρισκάρισε την ίδια του τη ζωή. ΣYN ΦΡ παίζω κορόνα γράμματα.

[ρίσκ(ο) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go