Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρηχαίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρηχαίνω [rixéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (για θάλασσα, λίμνη, ποτάμι κτλ.) γίνομαι ρηχός, πιο ρηχός. ANT βαθαίνω: Στα δέκα μέτρα από την ακτή τα νερά ρηχαίνουν πάλι.

[ρηχ(ός) -αίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go