Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρητορεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρητορεύω [ritorévo] Ρ5.1α : 1.μιλώ δημόσια ως ρήτορας· αγορεύω. 2. μιλώ με ύφος, με τρόπο ρήτορα. (συνήθ. ειρ.) μιλώ με ύφος και τρόπο μεγαλόστομο, στομφώδη.

[λόγ. < αρχ. ῥητορεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go