Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεφάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεφάρω [refáro] Ρ6α : (λαϊκ., προφ.) ξανακερδίζω ό,τι έχασα (σε τυχερό παιχνίδι ή σε επιχείρηση).

[ιταλ. rifar(e) `αντισταθμίζω ζημιές΄ [i > e] από επίδρ. του [r] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go