Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρευστοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρευστοποιώ [refstopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.μετατρέπω μια στερεά ύλη (σώ μα) σε ρευστή· (πρβ. υγροποιώ). 2. (μτφ.) μετατρέπω σε ρευστό χρήμα (ανταλλάσσω με ρευστό χρήμα) ένα περιουσιακό στοιχείο, ένα εμπορεύσιμο είδος, ένα χρηματιστηριακό τίτλο κτλ.: Για να πληρώσει τα χρέη του αναγκάστηκε να ρευστοποιήσει ένα μέρος της ακίνητης περιουσίας του.

[λόγ. ρευστ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. liquider]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go