Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεμπελεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεμπελεύω [rebelévo] Ρ5.2α : κάνω ζωή τεμπέλικη και ακατάστατη και χωρίς προκοπή· ρεμπελιάζω· (πρβ. τεμπελιάζω): Έμεινε χωρίς δουλειά και ρεμπελεύει.

[μσν. ρεμπελεύω < ρεμπέλ(ος) -εύω < βεν. rebelo `επαναστάτης, ρέμπελος΄ (προφ. [rebé-] ) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go