Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεκάζω [rekázo] Ρ2.3α : α.(για όρνια) βγάζω δυνατή και άγρια φωνή· κράζω, κρώζω. β. (για άνθρ.) βγάζω άναρθρη και άγρια φωνή· κράζω, σκούζω.
[ίσως σλαβ. rek- (πρβ. βουλγ. reka `λέω΄) -άζω]