Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ραχατεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραχατεύω [raxatévo] Ρ5.2α : (προφ.) βρίσκομαι σε κατάσταση απραξίας και ανάπαυσης, και το απολαμβάνω· κάνω ραχάτι· (πρβ. χουζουρεύω): Ξαπλωμένοι κάτω από τα δέντρα ραχάτευαν όλη μέρα.

[ραχάτ(ι) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go