Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ραφινάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραφινάρω [rafináro] -ομαι Ρ6 : α.καθαρίζω υγρό από ουσίες του ή από ξένες προσμείξεις για να γίνει διαυγές (και να αποβάλει μη αρεστή ιδιότητα)· λαμπικάρω, λαγαρίζω: ~ το λάδι. Ραφιναρισμένο λάδι, ραφινάτο, ραφινέ. || (σπανιότ., για άλλη ουσία): Ραφιναρισμένη ζάχαρη. β. (προφ., μτφ.) κάνω κτ. να φαίνεται περισσότερο λεπτό, κομψό· εκλεπτύνω, εξευγενίζω.

[ιταλ. raffinar(e)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go