Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραΐζω [raízo] Ρ2.1α μππ. ραϊσμένος : (προφ., λαϊκότρ.) ραγίζω.
[< ραγίζω με αποβ. του μεσοφ. [j] (σύγκρ. φάγε > φάε)]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[< ραγίζω με αποβ. του μεσοφ. [j] (σύγκρ. φάγε > φάε)]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |