Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πυργώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυργώνω [pirγóno] -ομαι Ρ1 : (λογοτ.) δίνω σε κτ. τη μορφή πύργου, το κάνω πολύ ψηλό και ογκώδες, έτσι ώστε να μοιάζει με πύργο.

[λόγ. < αρχ. πυργ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go