Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτύω [ptío] -ομαι Ρ9 : (λόγ.) φτύνω.

[λόγ. < αρχ. πτύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες