Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτοπορώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοπορώ [protoporó] Ρ10.9α : είμαι πρωτοπόρος. 1. διακρίνομαι, προηγούμαι χάρη σε διαρκείς διακρίσεις, επιτυχίες. 2. δημιουργώ κτ. πρωτοποριακό, εφαρμόζω νέες ιδέες, γνώσεις, τεχνικές κτλ. (στον πνευματικό, κοινωνικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό κτλ. χώρο), οι οποίες χρησιμεύουν ως πρότυπο για άλλους: Επιστήμονες και στοχαστές που πρωτοπορώντας ανοίγουν καινούριους δρόμους για την ανθρωπότητα.

[λόγ. πρωτοπόρ(ος) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go