Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτοπηγαίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοπηγαίνω [protopijéno] & πρωτοπάω [protopáo] Ρ (βλ. και πηγαίνω) αόρ. πρωτοπήγα, απαρέμφ. πρωτοπάει : πηγαίνω κάπου για πρώτη φορά: Πότε πρωτοπήγες στην Iταλία; || πηγαίνω κάπου πριν από οπουδήποτε αλλού, στην έκφραση πού να πρωτοπάει (κανείς), για να δηλώσουμε πόσο πολλά είναι τα μέρη στα οποία πρέπει ή θα θέλαμε να πάμε: Δεν ξέραμε πού να πρωτοπάμε και τι να πρωτοδούμε.

[πρωτο- + πηγαίνω, πάω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go