Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτομιλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτομιλώ [protomiló] & -άω Ρ10.1α : α. μιλώ για πρώτη φορά: Πότε πρωτομίλησε η κόρη σου; β. μιλώ για κτ. εγώ πρώτος: Ο Xριστός πρωτομίλησε με τέτοιον τρόπο για την αγάπη.

[πρωτο- + μιλώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go