Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτολέω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτολέω [protoléo] -γομαι Ρ (βλ. και λέω) αόρ. πρωτοείπα και πρωτό πα, απαρέμφ. πρωτοπεί, παθ. αόρ. πρωτοειπώθηκα και πρωτολέχθηκα, απαρέμφ. πρωτοειπωθεί και πρωτολεχθεί, μππ. πρωτοειπωμένος : α. λέω κτ. για πρώτη φορά: Όταν της το πρωτοείπα, δεν το πίστεψε. (έκφρ.) τι / για ποιον να σου πρωτοπώ;, για τι, για ποιον να μιλήσω πρώτα; (όταν έχου με πολλά και για πολλούς να διηγηθούμε). β. λέω σε κπ. κτ. εγώ πρώτος: H μητέρα μου μου πρωτοείπε, να μην τον εμπιστεύομαι.

[πρωτο- + λέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go