Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτοεμφανίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοεμφανίζομαι [protoemfanízome] Ρ2.1β : κάνω την πρώτη μου εμφάνιση, παρουσιάζομαι για πρώτη φορά: Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα / στην πολιτική το 1933. Πρωτοεμφανιζόμενος τραγουδιστής.

[λόγ. πρωτο- + εμφανίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go