Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτοβγάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοβγάζω [protovγázo] Ρ αόρ. πρωτόβγαλα και πρωτοέβγαλα, απαρέμφ. πρωτοβγάλει, μππ. πρωτοβγαλμένος : α. βγάζω κτ. για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτοβγάλαμε τα χειμωνιάτικα. Όταν πρωτόβγαλα το περιοδικό, άρχισα να το εκδίδω. || Πότε πρωτοέβγαλες αυτό το συμπέρασμα; β. βγάζω κτ. εγώ πρώτος: Εγώ πρωτόβγαλα τα χειμωνιάτικα. Aυτός πρωτόβγαλε εφημερίδα στην πόλη μας, εξέδωσε. Aυτός πρωτόβγαλε την είδηση, διέδωσε.

[πρωτο- + βγάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go