Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοβάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοβάζω [protovázo] Ρ αόρ. πρωτόβαλα και πρωτοέβαλα, απαρέμφ. πρωτοβάλει, μππ. πρωτοβαλμένος : α. βάζω κτ. για πρώτη φορά: Όταν πρωτόβαλε μακριά παντελόνια, πρωτοφόρεσε. Πότε πρωτόβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής; β. βάζω κτ. εγώ πρώτος: Aυτή πρωτόβαλε παντελόνια, πρωτοφόρεσε.

[πρωτο- + βάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες