Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτοανακαλύπτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοανακαλύπτω [protoanakalípto] -ομαι Ρ4 : α. ανακαλύπτω κτ. για πρώτη φορά: Πότε το πρωτοανακάλυψες αυτό το μπαράκι; β. ανακαλύπτω εγώ πρώτος κτ.

[πρωτο- + ανακαλύπτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go