Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προχειρολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προχειρολογώ [proxiroloγó] Ρ10.9α : διατυπώνω απόψεις ή προβάλλω επιχειρήματα με προχειρότητα, χωρίς να τα έχω προετοιμάσει, ώστε να είναι σοβαρά και τεκμηριωμένα.

[λόγ. πρόχειρ(ος) -ο- + -λογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go