Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προφυλακίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προφυλακίζω [profilakízo] -ομαι Ρ2.1 : φυλακίζω έναν κατηγορούμενο πριν από τη διεξαγωγή της δίκης: Προφυλακίστηκε, γιατί κρίθηκε επικίνδυνος / ύποπτος φυγής. Έμεινε έξι μήνες προφυλακισμένος.

[λόγ. προ- φυλακίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go