Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προσπέφτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσπέφτω [prospéfto] Ρ αόρ. πρόσπεσα, απαρέμφ. προσπέσει : πέφτω γονατιστός στα πόδια κάποιου και τον ικετεύω ταπεινά να με συγχωρήσει ή να με βοηθήσει, και με επέκταση, ικετεύω κπ. με τρόπο που δείχνει απέραντο σεβασμό στο κύρος και στην ισχύ του.

[μσν. προσπέφτω < αρχ. προσπίπτω μεταπλ. κατά το πίπτω > πέφτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go