Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσπέφτω [prospéfto] Ρ αόρ. πρόσπεσα, απαρέμφ. προσπέσει : πέφτω γονατιστός στα πόδια κάποιου και τον ικετεύω ταπεινά να με συγχωρήσει ή να με βοηθήσει, και με επέκταση, ικετεύω κπ. με τρόπο που δείχνει απέραντο σεβασμό στο κύρος και στην ισχύ του.
[μσν. προσπέφτω < αρχ. προσπίπτω μεταπλ. κατά το πίπτω > πέφτω]



