Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προσεδαφίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσεδαφίζω [proseδafízo] -ομαι Ρ2.1 : οδηγώ μια πτητική μηχανή από τον αέρα ή το διάστημα στο έδαφος (της γης ή άλλου ουράνιου σώματος)· (πρβ. προσγειώνω): Tο διαστημικό όχημα προσεδαφίστηκε στην επιφάνεια της Σελήνης.

[λόγ. < ελνστ. προσεδαφίζω `ρίχνω στο έδαφος΄, αρχ. σημ.: `κάνω στερεό΄ σημδ. γαλλ. atterrir]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go