Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προπέμπω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπέμπω [propémbo] Ρ αόρ. προέπεμψα, απαρέμφ. προπέμψει : (επίσ.) συνοδεύω κπ. που φεύγει, ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω. || συνοδεύω ένα νεκρό ως τον τάφο, ακολουθώ την εκφορά του.

[λόγ. < αρχ. προπέμπω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go