Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προμαχώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προμαχώ [promaxó] Ρ10.9α : 1. μάχομαι μεταξύ των πρώτων, στην πρώτη γραμμή. 2. (μτφ.) υπερασπίζομαι κπ. ή κτ.: ~ υπέρ της ελευθερίας / της ανεξαρτησίας.

[λόγ. < αρχ. προμαχῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προμαχώνας ο [promaxónas] Ο2 : 1. το μέρος του φρουρίου, του οχυρού από όπου κάποιος μπορούσε να μάχεται. 2. (μτφ.) ο τόπος από όπου κάποιος μάχεται, υπερασπίζεται κτ., έπαλξη, προπύργιο, μετερίζι: ~ της ελευθερίας / της δημοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. προμαχών, αιτ. -ῶνα (αρχ. προμαχεών)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go