Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προλειαίνω [proliéno] -ομαι Ρ7.2 : λειαίνω κτ. από πριν. || (μτφ.): ~ το έδαφος για κτ., ετοιμάζω, διαμορφώνω εκ των προτέρων κατάλληλες συνθήκες: Πρέπει να προλειανθεί το έδαφος για τις διαπραγματεύσεις.
[λόγ. προ- λειαίνω]



