Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προικοδοτώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προικοδοτώ [prikoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : (επίσ.) 1. δίνω προίκα, προικίζω: Tο κράτος ανέλαβε να προικοδοτήσει τα άπορα κορίτσια. 2. (μτφ.) παραχωρώ, δωρίζω ένα περιουσιακό στοιχείο, ένα χρηματικό ποσό: Tο μουσείο που ιδρύθηκε είναι προικοδοτημένο με ένα σημαντικό ποσό.

[λόγ. < μσν. προικοδοτώ < προικ- (δες προίκα) -ο- + -δοτώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go