Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προικίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προικίζω [prikízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω προίκα (στις σημ. 1, 2): Προίκισε την κόρη του μ΄ ένα διαμέρισμα. 2. (μτφ.) α. παρέχω ένα φυσικό χάρισμα: H φύση την προίκισε με ομορφιά και χάρη. Προικισμένος καλλιτέχνης / ζωγράφος / λογοτέχνης / επιστήμονας / αθλητής. β. παραχωρώ, δωρίζω ένα περιουσιακό στοιχείο, ένα χρηματικό ποσό: Ο δωρητής προίκισε το νέο ίδρυμα με ένα σεβαστό ποσό.

[1: ελνστ. προικίζω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. doter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go