Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προεξέχω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προεξέχω [proekséxo] Ρ πρτ. προεξείχα : εξέχω προς τα εμπρός και γενικότερα ξεπερνάω, εκτείνομαι πέρα από την (πραγματική ή νοητή) γραμ μή ή επιφάνεια που ορίζει το περίγραμμά μου· (πρβ. εξέχω): Προεξέχει το τμήμα μιας επιφάνειας / μιας γραμμής / ενός αντικειμένου. Tο σπίτι προεξέχει από την οικοδομική γραμμή. Tο τμήμα της στέγης που προεξέχει λέγεται γείσο.

[λόγ. < μσν. προεξέχω < προ- εξέχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go