Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προεξάρχω [proeksárxo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. προεξήρχα : (εκκλ.) χοροστατώ.
[λόγ. < ελνστ. προεξάρχω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προεξάρχων -ουσα -ον [proeksárxon] Ε12 : (εκκλ.) που χοροστατεί. (λόγ. έκφρ.) προεξάρχοντος του
, με αρχηγό, με επικεφαλής, με πρώτο τον
(και ειρ., επικριτικά): Όλοι έκλεβαν την τράπεζα προεξάρχοντος του / με προεξάρχοντα το διευθυντή της.
[λόγ. μεε. του προεξάρχω]



