Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προεμβάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προεμβάζω [proemvázo] -ομαι Ρ2.1 : στέλνω προκαταβολικά ένα χρηματικό ποσό, ένα έμβασμα (με τραπεζική ή με ταχυδρομική επιταγή).

[λόγ. προ- εμβάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go