Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προδικάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προδικάζω [proδikázo] -ομαι Ρ2.1 : σχηματίζω (και εκφέρω) πρόωρα οριστική γνώμη, κρίση για ένα ζήτημα του οποίου η έκβαση είναι ακόμη άγνωστη ή αβέβαιη· οδηγώ στο σχηματισμό τέτοιας γνώμης, κρίσης· προεξοφλώ: Mην προδικάζεις την έκβαση των εξελίξεων. H διαδικασία που ακολουθήθηκε στη συζήτηση προδικάζει το αποτέλεσμά της.

[λόγ. < ελνστ. προδικάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go