Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβάρω [prováro] -ομαι Ρ6 : δοκιμάζω ένα ρούχο φορώντας το: Προβάρισα πολλά φορέματα αλλά κανένα δεν ταίριαζε στο σώμα μου. || κάνω πρόβα1β.
[ιταλ. provar(e) -ω]



