Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προαφαιρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαφαιρώ [proaferó] -ούμαι Ρ10.9 : αφαιρώ εκ των προτέρων, προκαταβολικά: Tο τελικό ποσό προκύπτει αφού προαφαιρεθούν οι τόκοι και οι κρατήσεις.

[λόγ. < ελνστ. προαφαιρῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go