Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προαποφασίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαποφασίζω [proapofasízo] -ομαι Ρ2.1 : αποφασίζω κτ. εκ των προτέρων: Ο διάλογος ήταν μόνο τυπικός, γιατί όλα ήταν προαποφασισμένα. Όλα προχωρούν σύμφωνα με το σχέδιο που προαποφασίστηκε.

[λόγ. προ- αποφασίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go