Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προαπαιτώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαπαιτώ [proapetó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : απαιτώ, αξιώνω, ζητώ κτ. εκ των προτέρων, προκαταβολικά (ως όρο ή προϋπόθεση): Για τη χορήγηση συναλλάγματος σε σπουδαστές προαπαιτείται η εγγραφή τους σε σχολή του εξωτερικού. Έγιναν όλες οι προαπαιτούμενες ενέργειες, ώστε να προχωρήσει η υπόθεση. || (μππ. ως ουσ.) τα προαπαιτούμενα, οι προϋποθέσεις, οι όροι.

[λόγ. < ελνστ. προαπαιτῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go