Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προέχων -ουσα -ον [proéxon] Ε12 : που έχει πρωτεύουσα, πρωταρχική σημασία, σπουδαιότητα, που είναι ο σημαντικότερος: H παιδεία / η οικονομία / η ηθική αποκτά προέχουσα σημασία.
[λόγ. μεε. του αρχ. προέχω `υπερέχω΄]



