Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πουδράρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πουδράρω [puδráro] -ομαι Ρ6 & πουδραρίζω [puδrarízo] -ομαι Ρ2.1 : βάζω πούδρα, καλύπτω με πούδρα: ~ το πρόσωπο / τη μύτη. Πουδράρεται πάντα πριν να βγει έξω.

[πούδρ(α) -άρω· πουδράρ(ω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. πουδραρισ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go