Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πορφυρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορφυρίζω [porfirízo] Ρ2.1α : έχω ή αποκτώ βαθύ κόκκινο χρώμα: Ο ήλιος πορφύριζε στη δύση.

[λόγ. < ελνστ. πορφυρίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go