Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πομπεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πομπεύω [pombévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) διαπομπεύω. || (μππ.) ντροπιασμένος, ρεζιλεμένος ή ξεδιάντροπος και γενικότερα ηθικά εκτεθειμένος.

[αρχ. πομπεύω `οδηγώ πομπή, βρίζω με χοντράδες΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go