Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυκαιρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυκαιρίζω [polikerízo] Ρ2.1α : 1. διαρκώ μεγάλο χρονικό διάστημα, καθυστερώ, διαιωνίζομαι: H υπόθεση πολυκαιρίζει. 2. παλιώνω από το πέρασμα του χρόνου.

[πολυ- + καιρ(ός) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go