Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυγραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυγραφώ [poliγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : αναπαράγω ένα κείμενο στον πολύγραφο: H προκήρυξη πολυγραφήθηκε και μοιράστηκε στους συγκεντρωμένους. Πολυγραφημένο κείμενο.

[λόγ. πολύγραφ(ος) -ώ (διαφ. το ελνστ. πολυγραφῶ `γράφω σε έκταση΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go