Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολεοδομώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολεοδομώ [poleoδomó] -ούμαι Ρ10.9 : οργανώνω συστηματικά τον ιστό και τις διάφορες λειτουργίες μιας πόλης (ή τμήματός της), ενός οικισμού κτλ. με σκοπό την εξασφάλιση καλών συνθηκών ζωής για τα άτομα και το κοινωνικό σύνολο.

[λόγ. πολεοδόμ(ος) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go