Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιώ [pió] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) κάνω. (έκφρ.) τα πάντα εν σοφία* εποίησε. ΦΡ ~ την νήσσαν*. δεν ξέρει / δε γνωρίζει η δεξιά* του τι ποιεί η αριστερά του.

[λόγ. < αρχ. ποιῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go