Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ποινικοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποινικοποιώ [pinikopió] -ούμαι Ρ10.9 : αποδίδω (αντικανονικά) ποινικές ευθύνες σε κπ. για κτ. (ενέργεια, πράξη, δραστηριότητα) που δεν εμπίπτει στον ποινικό νόμο: H κυβέρνηση κατηγορείται ότι ποινικοποιεί την πολιτική / τη συνδικαλιστική δραστηριότητα.

[λόγ. ποινικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. criminaliser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go