Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποζάρω [pozáro] Ρ6α : 1. παίρνω συγκεκριμένη και φροντισμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ ή να χρησιμοποιηθώ ως μοντέλο: Ποζάρει μπροστά στο φακό. 2. (μτφ.) τηρώ μια συγκεκριμένη, προσποιητή, επιτηδευμένη συμπεριφορά, εμφανίζομαι, πλασάρομαι: Tου αρέσει να ποζάρει ως δυναμικός άντρας.
[ιταλ. posar(e) -ω]



